-
1 выдох
-
2 истечение
-я ουδ.1. εκροή•истечение воды εκροή νερού•
истечение крови εκροή αίματος.
2. λήξη, εκπνοή (.προθεσμίας, χρόνου)•по -ии положенного срока ως το τέλος της προθεσμίας, ως την τακτή προθεσμία: за -ем времени άμα περάσει η προθεσμία, μετά-τη λήξη.(εκπνοή) της προθεσμίας.
-
3 выдох
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдох
-
4 истечение
1. (о времени) η εκπνοή (του χρόνου) 2. (о действии документа) η λήξη (εγγράφου, προθεσμίας κ.λπ.) 3 (о жидкости, воздухе и т.п.) η εκροή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > истечение
-
5 срок
1. (период) η διάρκει/αη περίοδοςη προθεσμίατο όριοистечение - а λήξη/εκπνοή της - ας/προθεσμίαςпролонгация - а см. продление - адополнительный - η συμπληρωματική προθεσμία, η παράταση2. (дата) η ημερομηνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > срок
-
6 экспирация
η εκπνοή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспирация
-
7 выдох
выдохм ἡ ἐκπνοή. -
8 выдох
-а α.εκπνοή. -
9 выдыхание
-я ουδ.εκπνοή. -
10 дыхание
-я ουδ.αναπνοή, πνοή, ανάσα, αдыхание νάσεμα•органы -я αναπνευστικά όργανα•
ис-куственное! дыхание τεχνητή αναπνοή•
затруднённое дыхание δύσπνοια•
переводить дыхание παίρνω ανάσα.
|| εισπνοή. || εκπνοή. || μτφ. φύσημα, πνοή•бурное дыхание ветра δυνατό φύσημα ανέμου•
дыхание весны πνοή της Α,νοιξης.
εκφρ.до последнего -я – μέχρι τελευταίας πνοής (όσο θα ζω)•испустить последнее дыхание – εκπνέω (παραδίδω) την τελευταία (ύστατη) πνοή. -
11 экспирация
-и θ.εκπνοή, έκπνευση.
См. также в других словарях:
ἐκπνοῇ — ἐκπνοή breathing out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπνοή — breathing out fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπνοή — η (AM ἐκπνοή) η έξοδος τού αέρα από τα αναπνευστικά όργανα νεοελλ. λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου («εκπνοή προθεσμίας») αρχ. 1. θάνατος 2. αναθυμίαση ή πνοή σε μορφή ατμού 3. το στόμιο απ όπου εξατμίζεται κάτι περιορισμένο σε κλειστό χώρο … Dictionary of Greek
εκπνοή — η 1. η δεύτερη φάση της αναπνοής, όπου γίνεται η εξαγωγή του αέρα (πνοής) από τα αναπνευστικά όργανα. 2. μτφ., ξεψύχισμα, θάνατος, πεθαμός. 3. (για προθεσμίες), λήξη, τέρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκπνοαῖς — ἐκπνοή breathing out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπνοαί — ἐκπνοή breathing out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπνοῆς — ἐκπνοή breathing out fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπνοήν — ἐκπνοή breathing out fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπνοῶν — ἐκπνοή breathing out fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek